- αναλογιστικός
- η , ό[ν] основывающийся на аналогиях (в рассуждениях и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναλογιστικός — ή, ό (Α ἀναλογιστικός, ή, όν) αυτός που κρίνει κατ’ αναλογία νεοελλ. αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ αναλογία αρχ. 1. (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο τής αναλογίας στη γλώσσα και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα 2. το… … Dictionary of Greek
αναλογιστικός — ή, ό αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά αναλογία: Τα αναλογιστικά μαθηματικά είναι τα ασφαλιστικά μαθηματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναλογιστικά — ἀναλογιστικός judging by analogy neut nom/voc/acc pl ἀναλογιστικά̱ , ἀναλογιστικός judging by analogy fem nom/voc/acc dual ἀναλογιστικά̱ , ἀναλογιστικός judging by analogy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογιστικῶν — ἀναλογιστικός judging by analogy fem gen pl ἀναλογιστικός judging by analogy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογιστικόν — ἀναλογιστικός judging by analogy masc acc sg ἀναλογιστικός judging by analogy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογιστικούς — ἀναλογιστικός judging by analogy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογιστική — ἀναλογιστικός judging by analogy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογιστικήν — ἀναλογιστικός judging by analogy fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογιστικῶς — ἀναλογιστικός judging by analogy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλογος — η, ο (Α ἀνάλογος, ον) 1. ο σύμφωνος με τον προσήκοντα λόγο, αυτός που έχει ομοιότητα, αντιστοιχία, συμμετρία με κάποιον, αντίστοιχος, σύμμετρος 2. σχεδόν όμοιος, ισοδύναμος, αντάξιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανάλογο το μερίδιο (λογαριασμού,… … Dictionary of Greek